κατέλυσε

κατέλυσε
κατέλῡσε , καταλύω
put down
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταλύω — κατέλυσα και κατάλυσα, καταλύθηκα, καταλυμένος 1. αφανίζω, καταστρέφω: Ο Θρασύβουλος κατέλυσε την τυραννία των Τριάκοντα. 2. διαμένω προσωρινά: Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας κατέλυσε στο ξενοδοχείο Χίλτον. 3. σταθμεύω για ανάπαυση ή διανυχτέρευση:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Δημητριάς — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας. Ιδρύθηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή γύρω στο 294 π.Χ., ΒΑ της παλαιότερης πόλης Παγασαί, κοντά στη θάλασσα και απέναντι από τη σημερινή πόλη Βόλο. Για τον εντοπισμό της ακριβούς θέσης της είχαν γίνει πολλές… …   Dictionary of Greek

  • Μυρσίλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Μυτιλήνης (7oς αι. π.Χ.). Ο Πιττακός τάχθηκε εναντίον του και κατέλυσε το τυραννικό καθεστώς του. 2. Ιστοριογράφος από τη Μήθυμνα της Λέσβου (τέλη 4ου 3ος αι. π.Χ.). Έγραψε τα Λεσβιακά, από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • αμαγάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν μαγαρίστηκε, δεν λερώθηκε με κοπριά ή άλλες ακαθαρσίες, ο καθαρός 2. ο ηθικά άσπιλος, αμόλυντος 3. αυτός που δεν τόν έκλεψαν «κανένας μουσαφίρης δεν μάς άφησε αμαγάριστους» 4. αυτός που δεν κατέλυσε θρησκευτική νηστεία 5.… …   Dictionary of Greek

  • ιππότης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους ηγεμόνες της δεύτερης εισβολής των Ηρακλειδών, γιος του Φίλαντα και δισέγγονος του Ηρακλή. Σκότωσε στη Ναύπακτο τη μάντισσα Κάρνο και με υπόδειξη του Απόλλωνα καταδικάστηκε σε εξορία. Τον θεωρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κάρηνον — και δωρ. τ. κάρανον, τὸ (Α) 1. το κεφάλι («ἀνδρῶν κάρηνα» κεφάλια ανδρών, άνδρες, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ., (για βουνά) η κορυφή («κατ Ὀυλύμποιο καρήνων», Ομ. Ιλ.) 3. (για πόλεις) η ακρόπολη, το κάστρο («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”